αδιάσειστος — η, ο (Α ἀδιάσειστος, ον) [διασείω] αυτός που δεν μπορεί να διασειστεί, να κλονιστεί, ακλόνητος, ατράνταχτος, ασφαλής, σταθερός … Dictionary of Greek
αδιάσειστος — η, ο ασάλευτος, ακλόνητος: Υποστήριξε την αθωότητά του με αδιάσειστες αποδείξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιάσειστον — ἀδιάσειστος not shaken about masc/fem acc sg ἀδιάσειστος not shaken about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιασείστου — ἀδιάσειστος not shaken about masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιασείστων — ἀδιάσειστος not shaken about masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάσειστοι — ἀδιάσειστος not shaken about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάστροφος — η, ο (Α ἀδιάστροφος, ον) 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν είναι δυνατόν να υποστεί μεταστροφή, αλλαγή 2. ο μη διαστρεβλωμένος ή παραμορφωμένος, αναλλοίωτος, πραγματικός 3. ο ηθικά υγιής, ο μη διεφθαρμένος αρχ. 1. μη επιδεκτικός στροφής, άκαμπτος,… … Dictionary of Greek
ακλόνητος — η, ο (Μ ἀκλόνητος, ον) [κλονῶ] 1. αυτός που δεν κλονίζεται, αδιάσειστος, σταθερός 2. απτόητος, αμετάπειστος μσν. επίρρ. ἀκλονήτως χωρίς λιποψυχία … Dictionary of Greek
αμάχητος — η, ο (Α ἀμάχητος, ον) νεοελλ. αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια) αρχ. 1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος 2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη 3. ο δίχως μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μαχητός < μά χομαι. ΠΑΡ. αμαχητί] … Dictionary of Greek
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
αναμφίδοξος — ἀναμφίδοξος, ον (Α) [ἀμφίδοξος] αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν διχογνωμίες, διαφωνίες, αναμφισβήτητος, αδιάσειστος … Dictionary of Greek